- ὀλολύκτρια
- ὀλολύκ-τρια, ἡ,A professional crier at sacrifices, SIG982.25 (Pergam., ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ολολύκτρια — ὀλολύκτρια, ἡ (Α) [ολολύζω] γυναίκα που ήταν κατ επάγγελμα κήρυκας στις θυσίες … Dictionary of Greek